- πολυβούτης
- πολυβούτηςrich in oxenmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυβούτης — ου, ὁ, και επικ. τ. πουλυβοώτης, Α πολύβους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βούτης «βουκόλος, βοηλάτης» (< βοῦς), πρβλ. α βούτης] … Dictionary of Greek
πολυβοῦται — πολυβούτης rich in oxen masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβούτας — πολυβούτᾱς , πολυβούτης rich in oxen masc acc pl πολυβούτᾱς , πολυβούτης rich in oxen masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
πουλυβοώτης — ου, ὁ, Α (επικ. τ.) βλ. πολυβούτης … Dictionary of Greek